φθειροφάγοι

φθειροφάγοι
φθειροφάγοι
lice-eaters
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθειροφάγους — φθειροφάγοι lice eaters masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροφάγων — φθειροφάγοι lice eaters masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”